Αναρτήθηκε από: Nikos | 17 Μαρτίου, 2007

Η ιστορία με τις πέντε λέξεις

Αποδεχόμενος την πρόσκληση του Greek History X, συμμετέχω κι εγώ στο παιχνίδι με την ιστορία με τις πέντε λέξεις… αν και δεν είμαι καθόλου καλός στη μυθοπλασία, ελπίζω να είναι καλούτσικη η ιστορία. Οι λέξεις που έπρεπε να χρησιμοποιήσω είναι ψυχιάτρους, ταβάνι, σωλήνα, φιγούρα και τηλεόραση. Για πάμε λοιπόν…

*Γύρισε σπίτι αργά εκείνη τη μέρα από τη δουλειά. Είχε κολλήσει στην κίνηση για ώρες, ανάθεμα την απεργία των λεωφορείων και του μετρό. Η διαδήλωση είχε κλείσει την πλατεία και όλους τους κεντρικούς δρόμους γύρω από αυτήν. Η πόλη είχε γίνει μια ακίνητη μάζα χιλιάδων αυτοκινήτων και ταξί σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Ήταν πολύ κουρασμένος, δούλευε πολύ και πληρώνονταν λίγο, όπως όλοι στην εταιρία του. Δεν ήταν καιρός για να βγει στο ψάξιμο όμως, οι καιροί ήταν δύσκολοι για να βγεις στην ανεργία. Άσε που η συγκεκριμένη εταιρία του πλήρωνε τους ψυχιάτρους που αναγκάζονταν να επισκέπτεται συχνά πυκνά για να του ανανεώνουν τα αγχολυτικά και τα αντικαταθλιπτικά του…

Ξεντύθηκε γρήγορα, ξάπλωσε στον καναπέ του και άνοιξε την τηλεόραση. Μια από τα ίδια… καβγάδες στα τηλεπαράθυρα, βόμβες και πόλεμοι «κάπου αλλού», τηλεπωλήσεις κάθε λογής άχρηστων πραγμάτων… είχε αγοράσει κάμποσα από αυτά όταν αποβλακωμένος περίμενε στον ίδιο καναπέ να περάσουν οι άυπνες νύχτες, συντροφιά με το ουίσκι του και τα τσιγάρα του. Συνειδητοποίησε ότι για άλλη μια μέρα είχε ξεχάσει να φάει, κρατιόνταν με καφέδες και τσιγάρο. Καθώς έφτιαχνε κάτι πρόχειρο στην κουζίνα, ανάμεσα σε πολυμίξερ, κόφτες για λάχανο και σετ μαχαιριών που κόβουν αλουμίνιο, έριξε μια φευγαλέα ματιά στο παραθυράκι του φωταγωγού, δίπλα στο νεροχύτη. Η νύχτα είχε πέσει, τα φώτα από τα εκατοντάδες απέναντι διαμερίσματα είχαν ανάψει, οι κουρτίνες ήταν κλειστές και τα στόρια κατεβασμένα στα περισσότερα – δεν ήταν εποχές αυτές για κοινωνικότητες. Που χρόνος άλλωστε; Σε ένα από τα απέναντι μπαλκόνια διέκρινε μια φιγούρα στο μισοσκόταδο, με μια καύτρα να λαμπυρίζει κάθε τόσο. «Τι κρίμα», σκέφτηκε, «εγώ δεν έχω ούτε ένα τόσο δα μπαλκονάκι να βγω να καπνίσω ένα τσιγαράκι. Που λεφτά…». Έμεινε να κοιτάζει αποβλακωμένος από το παραθυράκι απέναντι, μέχρις ότου ο γείτονας τέλειωσε το τσιγάρο του και κλείστηκε γρήγορα στο σπίτι του – όλοι κλεινόντουσαν γρήγορα στα σπίτια τους σε αυτή την πόλη. Είχε αρχίσει να κάνει κρύο άλλωστε, δεν μπορούσε κανείς να μένει έξω για ώρα. Αυτό τον παρηγόρησε κάπως. Έβλεπε σκιές πίσω από βαριές κουρτίνες, και στο σκοτάδι δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήταν όντως άνθρωποι ή πλάσματα της φαντασίας του. Έμεινε ακίνητος να σκέφτεται, ενώ το έτοιμο γεύμα του ζεσταίνονταν στα μικροκύματα. Ούτε που θυμόταν τι θα έτρωγε, μηχανικά το είχε βγάλει από τον καταψύκτη.

Τέλειωσε το γεύμα του κι έμεινε ξαπλωμένος στον καναπέ να κοιτάζει το ταβάνι. Αυτό έκανε κάθε βράδυ μέχρι να τον πάρει ο ύπνος – όταν δεν υπέφερε από τις αϋπνίες του. Ευτυχώς απόψε μάλλον θα κοιμόταν – ήταν ήδη πολύ κουρασμένος από τη δουλειά και την κίνηση που συνάντησε μέχρι να φτάσει σπίτι, και είχε πάρει διπλή δόση από τα χάπια του για να το επιβεβαιώσει ότι σύντομα θα έπεφταν οι ασφάλειές του και θα βυθίζονταν στον ύπνο δίχως όνειρα μέχρι να χτυπήσει πάλι το ξυπνητήρι και να ξεκινήσει άλλη μια – ίδια – μέρα. Δεν ήταν ευχαριστημένος από τη δουλειά του, κάθε άλλο. Πολλές φορές σκεφτόταν να τα παρατήσει και να φύγει, να γυρίσει στη μικρή πόλη όπου γεννήθηκε, και έφυγε σαν κυνηγημένος, ψάχνοντας δήθεν την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία του. Γέλασε πικρά… ήρθε στη μεγάλη πόλη για καλύτερα, και «ζούσε» σαν ρομπότ σε μια τρύπα, βγάζοντας τόσα λεφτά που του επέτρεπαν ίσα-ίσα να πληρώνει το ενοίκιό του και την ελάχιστη δόση του αυτοκινήτου – είχε εκπληρώσει το μικροαστικό του όνειρο, νόμιζε, τότε. Τι να κάνει, δεν μπορούσε να μείνει πιο κοντά στη δουλειά του, δεν του έφτανε ο μισθός για περισσότερο ενοίκιο. Στη φτωχογειτονιά όμως δεν είχε ούτε μετρό, ούτε λεωφορεία, ξεχασμένοι… Ήταν όμως αξιοπρεπής.

Έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι και να ακούει την τηλεόραση «για παρέα», χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στο πρόγραμμα. Ξαφνικά άκουσε θόρυβο από τη σωλήνα του καλοριφέρ. Νερό… «Άρχισε ο χειμώνας», σκέφτηκε. Άλλος ένας χειμώνας, που διαδέχεται άλλο ένα φθινόπωρο. Και θα τον διαδεχθεί άλλη μια άνοιξη. «Τι χρονιά να έχουμε, άραγε» αναρωτήθηκε μέσα στην παραζάλη του. Τα φάρμακα μαζί με το φτηνό ουίσκι είχαν αρχίσει να επιδρούν. Σε λίγο θα κοιμόταν, και αν ήταν τυχερός θα συμπλήρωνε τον ύπνο που του έλειπε τις τελευταίες μέρες.

Αύριο θα έπρεπε πάλι να συμπληρώσει δεκάωρο τουλάχιστον στην εταιρία. Δεν τον έπαιρνε να απολυθεί, σκέφτηκε, όχι τώρα. Ίσως, αν μάζευε κάποια λεφτά, αν έβρισκε κάποια καλύτερη δουλειά, αν, αν, αν… ζαλίστηκε. Αποκοιμήθηκε.*

Ρίχνω το μπαλάκι τώρα στους:

  • Χρήστο του we live
  • Αδιάφορο
  • Σοφία της digital-era
  • Σπιτάκι
  • iblog team
  • αν θέλουν φυσικά!

    Οι λέξεις που πρέπει να υπάρχουν στο κείμενο είναι «μολότωφ, εταιρία, εκκλησία, blog και σχολείο»


    Σχόλια

    1. Σ’ ευχαριστώ για την πρόσκληση. Μπορείς να θαυμάσεις (ή μάλλον όχι) το δημιούργημά μου στο τελευταίο μου post.

    2. Πολύ ωραίο, είσαι natural…


    Σχολιάστε

    Kατηγορίες